θαλασσόπληκτον — θαλασσόπληκτος sea beaten masc/fem acc sg θαλασσόπληκτος sea beaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
αλιηγής — ἁλιηγής, ὲς (Α) αυτός που επάνω του σπάνε τα κύματα, θαλασσόπληκτος, θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἄγνυμι «θραύω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
ԾՈՎԱԾՈՒՓ — ( ) NBH 1 1024 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c, 13c ա. θαλασσοπλήκτος fluctibus maris expositus. Ծփեալ ʼի ծովու, եւ նման ծովու. ալէկոծ. *Ծովածուփ նաւ. Ճ. ՟Ը.: Կանոն.: *Ծովածուփ ալիք. Յճխ. ՟Թ: յհ. կթ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)